- βαθμιαίος
- graduel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βαθμιαίος — α, ο αυτός που γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. graduel] … Dictionary of Greek
βαθμιαίος — α, ο επίρρ. βαθμιαία αυτός που γίνεται λίγο λίγο: Η θερμοκρασία θα έχει βαθμιαία πτώση την επόμενη εβδομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek
σταδιακός — ή, ό, Ν αυτός που γίνεται κατά στάδια, βαθμιαίος, προοδευτικός («σταδιακή βελτίωση τών συνθηκών»). επίρρ... σταδιακά και σταδιακώς Ν κατά στάδια, προοδευτικά, βαθμιαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + κατάλ. ιακός (πρβλ. σημαδ ιακός)] … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
μιθριδατισμός — ο βαθμιαίος εθισμός του οργανισμού σε δηλητηριώδεις ουσίες για να αποφύγει τη δηλητηρίαση (από το όνομα του βασιλιά Μιθριδάτη ΣT’ ο οποίος είχε συνηθίσει σε τέτοιες ουσίες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταδιακός — ή, ό επίρρ. ά βαθμιαίος, προοδευτικός: Συμφώνησαν να γίνει σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη. – Τα νέα μέτρα θα εφαρμοστούν σταδιακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)